- αποταμίευμα
- τοποσό χρημάτων ή άλλα αγαθά που φυλάσσονται κάπου ή έχουν κατατεθεί για μελλοντική χρήση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
απόθεμα — Η ποσότητα προϊόντων που φυλάσσεται στις αποθήκες μιας εμπορικής επιχείρησης και προορίζεται για την αγορά. Περιλαμβάνει τα τελικά προϊόντα διάθεσης, τα ημικατεργασμένα προϊόντα και τις πρώτες και βοηθητικές ύλες. Ενδέχεται τα προϊόντα αυτά (ή… … Dictionary of Greek
ενθήκη — ἐνθήκη, η (AM) [εντίθημι] 1. αποταμίευμα, προμήθεια, ποσότητα, περιουσία 2. χρηματικό κεφάλαιο 3. ένθεση, παρεμβολή 4. έγκλειση, φράγμα, περίβολος … Dictionary of Greek
θησαύρισμα — το (ΑΜ θησαύρισμα) [θησαυρίζω] 1. αποταμίευμα, θησαυρός 2. (ειδ. για φιλολ. συλλογές) συγκέντρωση, συναγωγή, συλλογή … Dictionary of Greek
ταμίευμα — το, ΝΑ [ταμιεύω] νεοελλ. ποσό που έχει εισπραχθεί και βρίσκεται στο ταμείο αρχ. 1. αποταμίευμα, προμήθεια, παρακαταθήκη 2. οικονομική διαχείριση, ταμίευση («δαπανᾱται... διὰ τῶν τῆς γυναικός ταμιευμάτων τὰ πλεῑστα», Ξεν.) … Dictionary of Greek
απόθεμα — το ατoς 1. καθετί που σχηματίστηκε σιγά σιγά με την απόθεση: Στο Θερμαϊκό υπάρχουν μεγάλα αποθέματα λάσπης. 2. αποταμίευμα: Φρόντισε να χει κι ένα καλό χρηματικό απόθεμα για μιαν ώρα ανάγκης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)